- χειρῶναξ
- χειρῶναξmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χειρώναξ — ώνακτος, ὁ, Α βλ. χειρώνακτας … Dictionary of Greek
VANNUS — an quod vana, id est, levia volant: an a βἀλλειν i. e. iactatione, in sacris olim Bacchi adhibita, mystice denotabat, ut Vannô repugatur triticum ab aceribus ac retrimentis, ita Iacchi sacris mundari animam ab omni crimine anteacto. Unde Virg. l … Hofmann J. Lexicon universale
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
χειρωνάκτης — ὁ, Α ο χειρώνακτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χειρῶναξ, ακτος, σχηματισμένος κατά τη θεματική κλίση] … Dictionary of Greek
χειρωνάξιον — τὸ, Α [χειρῶναξ] φόρος επιτηδεύματος για χειρώνακτες … Dictionary of Greek
χειρωνακτικός — ή, ό / χειρωνακτικός, ή, όν, ΝΜΑ [χειρῶναξ, ακτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χειρώνακτα ή στη δουλειά του (α. «χειρωνακτική εργασία» β. «γένη... τὸ βάναυσον καὶ χειρωνακτικόν», Ευστ. γ. «τοὺς χειρωνακτικοὺς ἀπέλθωμεν καὶ βάναυσους», Πλάτ … Dictionary of Greek
χειρωνακτώ — έω, Α [χειρῶναξ, ακτος] είμαι χειρώνακτας … Dictionary of Greek
χειρωναξία — και ιων. τ. χειρωναξίη, ἡ, Α [χειρῶναξ] η χειρωνακτική εργασία … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek